Οι ανασκαφές στον Τομέα III έφεραν στο φως τα κατάλοιπα εντυπωσιακών κτηρίων. Πρόκειται για το Κτήριο Δ, το Κτήριο Ε και δύο Στοές (Εικ. 1). Το Κτήριο Δ βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Τομέα III. Προς το παρόν μόνο το βορειοανατολικό τμήμα και ο ανατολικός τοίχος του κτηρίου, ο οποίος έχει μήκος περίπου 26 μ., έχουν ανασκαφεί. Δυστυχώς, το βορειοανατολικό τμήμα είχε επανακατοικηθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους και για αυτόν τον λόγο έχουν χαθεί πολλές πληροφορίες από την υστεροελλαδική φάση του κτηρίου. Η κεραμική που βρέθηκε σε βαθύτερα στρώματα σε δύο δοκιμαστικές τομές έχει χρονολογηθεί στην ΥΕ II και IIIA, κάτι που μάλλον δηλώνει την περίοδο κατασκευής του κτηρίου. Απαιτείται όμως περαιτέρω ανασκαφή για να διασαφηνιστεί η κάτοψή του και να διερευνηθούν τυχόν οικοδομικές φάσεις.
Εικ. 1. Τομέας ΙΙΙ, κάτοψη του χώρου
Βόρεια του Κτηρίου Δ, βρέθηκε μια ανοιχτή κεντρική αυλή μεγάλων διαστάσεων, που συνδέεται με δύο Στοές, τη Δυτική και τη Νότια Στοά. Η γεωφυσική έρευνα έδειξε την ύπαρξη ενός μεγάλου συγκρότηματος κτηρίων που εκτείνεται προς τα ανατολικά και δυτικά της αυλής, με προσανατολισμό από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά. Αυτή η διάταξη υποδηλώνει μινωική επιρροή, η οποία υποστηρίζεται και από άλλα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και οικοδομικές τεχνικές. Η Δυτική και η Νότια Στοά αποτελούν παραδείγματα μνημειακής αρχιτεκτονικής που είναι μοναδική στην ελληνική ηπειρωτική χώρα κατά την Εποχή του Χαλκού.
Το μήκος της Νότιας Στοάς είναι περίπου 25 μέτρα, ενώ μέχρι στιγμής έχουν ανασκαφεί 17 μέτρα της Δυτικής Στοάς. Η πλευρά των στοών που βλέπει προς την αυλή στηριζόταν σε πεσσοκιονοστοιχία από εναλλασσόμενους πεσσούς και ξύλινους κίονες. Οι δε πίσω τοίχοι των στοών ήταν ογκώδεις. Οι πεσσοί ήταν τοποθετημένοι σε μεγάλες ορθογώνιες λίθινες βάσεις ανά πέντε μέτρα στη Νότια Στοά και ανά επτά μέτρα στη Δυτική Στοά. Ενδιάμεσα των λίθινων βάσεων των πεσσών είχε τοποθετηθεί μια λίθινη πλάκα για τη στήριξη ξύλινου κίονα. Οι λίθινες βάσεις των πεσσών είχαν είτε ορθογώνια είτε τετράγωνη διάσταση. Η μεγαλύτερη βάση είναι σχεδόν τετράγωνη, διαστάσεων περίπου 1,5 x 1,5 μ. και στηρίζει τη νοτιοδυτική γωνία των δύο στοών. Κάθε στοά είχε πλάτος 5,5 μ., αντίστοιχη με εκείνη του Κτηρίου Τ στον Κομμό Κρήτης.
Εικ. 2. Η Δυτική Στοά στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου του 2021
Η Δυτική Στοά είναι μέχρι στιγμής το σημαντικότερο κτήριο στον Τομέα ΙΙΙ (Εικ. 2). Στο βόρειο τμήμα της Δυτικής Στοάς, όπου η επίχωση ήταν μεγαλύτερη, αποκαλύφθηκε το πεσμένο δάπεδο του πρώτου ορόφου. Εδώ στεγαζόταν ένα αρχείο Γραμμικής Β γραφής μαζί με αποθηκευτικούς πίθους. Μια πύλη στον όπισθεν τοίχο της Δυτικής Στοάς παρείχε πρόσβαση σε ένα άλλο κτήριο, το Κτήριο Ε. Το κτήριο αυτό έχει ελάχιστα ανασκαφεί, ωστόσο σύμφωνα με τη γεωφυσική έρευνα ανήκει σε ένα οικοδομικό συγκρότημα.
Χρονολόγηση καταστροφής
Η κεραμική που βρέθηκε στη Δυτική Στοά αποτελεί τη βάση για τη χρονολόγηση της καταστροφής του ανακτόρου. Ανήκει ως επί το πλείστον σε τρεις διαφορετικές ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει ολόκληρα ή σχεδόν ολόκληρα αγγεία, που βρέθηκαν επάνω στο δάπεδο του ισογείου της στοάς. Τα αγγεία αυτά ήταν εντόνως καμένα. Τα περισσότερα από αυτά βρέθηκαν κοντά στην πύλη της Δυτικής Στοάς προς το Κτήριο Ε. Η διατήρηση και η θέση των αγγείων δείχνουν ξεκάθαρα ότι ήταν σε χρήση την περίοδο της καταστροφής. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει αγγεία που βρέθηκαν εντός ερυθρού στρώματος και προέρχονται από την κατάρρευση του πρώτου ορόφου της Δυτικής Στοάς. Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πού βρίσκονταν τα αγγεία αυτά, αλλά η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι φυλάσσονταν στον πρώτο όροφο. Πιθανότατα ενσωματώθηκαν στο ερυθρό στρώμα όταν κατέρρευσε ο όροφος. Τέλος, η τρίτη ομάδα αποτελείται από άφθονα όστρακα, που βρέθηκαν επίσης εντός του ερυθρού στρώματος. Τα όστρακα αυτά χρονολογούνται ως επί το πλείστον στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο και προφανώς προέρχονται από τη φάση κατασκευής του ανακτόρου.
Εικ. 3. Αρύταινες από τον πρώτο όροφο της Δυτικής Στοάς
Τα αγγεία της πρώτης ομάδας και της δεύτερης ομάδας ανήκουν ως επί το πλείστον σε αγγεία πόσεως, όπως κύλικες με γωνίωση (FS 267), λεκανίδες με γωνίωση (FS 295) και αβαθή κυάθια (FS 220). Πολλά από αυτά φέρουν έξω νεύοντα χείλη χαρακτηριστικά της ΥΕ IIIB περιόδου. Η τυπολογική μελέτη των κυαθίων (FS 220) προσφέρει σημαντικές χρονολογικές παρατηρήσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα κυάθια με τα γωνιώδη προφίλ και τα ελαφρώς χονδρά χείλη. Κυάθια αυτού του τύπου ήταν σε χρήση από την ΥΕ IIIB1 έως την ΥΕ IIIΓ πρώιμη περίοδο. Τα καλύτερα παράλληλα με αυτά από τον Άγιο Βασίλειο προέρχονται από το δωμάτιο 19 του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών, το οποίο σφραγίστηκε σκοπίμως στην αρχή της ΥΕ IIIB2. Συνεπώς η κεραμική του δωματίου 19 των Μυκηνών ήταν σε χρήση κατά βάση στην ΥΕ ΙΙΙΒ μέση περίοδο.
Η γραπτή κεραμική που προέρχεται από το στρώμα καταστροφής της Δυτικής Στοάς χρονολογεί επίσης την καταστροφή της Στοάς στην ΥΕ ΙΙΙΒ μέση περίοδο, δηλαδή γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. Μερικά αγγεία και όστρακα από το στρώμα καταστροφής της Δυτικής Στοάς φαίνεται να ανήκουν σε αυτή τη φάση, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αρύταινων (FS 236) (Εικ. 3) και ενός οστράκου σκύφου. Οι αρύταινες έχουν στρογγυλές βάσεις. Φέρουν στικτές γραμμές στα χείλη και οριζόντιες ταινίες στις λαβές. Αρύταινες με αυτή τη διακόσμηση σπάνια εμφανίζονται πριν από την ΥΕ IIIB περίοδο, ενώ οι γραπτές ταινίες στις λαβές είναι πιο συνηθισμένες κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Το όστρακο του σκύφου (Εικ. 4) φέρει γραπτή διακόσμηση ζατρικίου και πλοχμού και μάλλον προέρχεται από σκύφο τύπου Β (FS 284). Προφανώς αντιπροσωπεύει ένα από τα παλαιότερα παραδείγματα αυτού του αγγείου, καθώς ήταν πιο συχνό στην ΥΕ ΙΙΙ πρώιμη και πιο σπάνια στην ΥΕ ΙΙΙΒ2.
Εικ. 4. Όστρακο σκύφου με γραπτή διακόσμηση ζατρικίου και πλοχμού
Η προτεινόμενη χρονολόγηση υποστηρίζεται, επίσης, και από την εξαιρετική σπανιότητα σκύφων στο στρώμα καταστροφής της Δυτικής Στοάς. Αντίθετα στην αυλή βρέθηκαν πολλά θραύσματα σκύφων. Τα θραύσματα αυτά χρονολογούν το στρώμα που κάλυψε την αυλή σε υστερότερη φάση, κατά το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ και την ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιμη περίοδο. Ως εκ τούτου, η καταστροφή της Δυτικής Στοάς έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου γενικής αναταραχής και μπορεί να συνέβη περίπου την ίδια στιγμή με παρόμοια γεγονότα στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τη Θήβα κατά τη διάρκεια της ΥΕ IIIB μέσης.