O Άγιος Βασίλειος βρίσκεται στο νότιο τμήμα της πεδιάδας της Σπάρτης, δυτικά του Ευρώτα. Πρόκειται για μια χαμηλή λοφοσειρά που κείτεται στη διασταύρωση της σημερινής Εθνικής Οδού Σπάρτης - Γυθείου και του δρόμου που οδηγεί στο χωριό Ξηροκάμπι. Απέχει περίπου δώδεκα χιλιόμετρα από τη Σπάρτη και τέσσερα περίπου χιλιόμετρα από το γειτονικό χωριό Ξηροκάμπι. Η λοφοσειρά αναπτύσσεται με κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ παράλληλα σε έναν παραπόταμο του Ευρώτα με την ονομασία «Αρκασιώτικο Ρέμα», ενώ ένα τμήμα αυτής διακόπτεται από τη σημερινή Εθνική Οδό. Κοντά στη λοφοσειρά βρίσκεται ο μικρός οικισμός Αρκασάς, που ανήκει διοικητικά στο Ξηροκάμπι˙ για αυτό το λόγο πολλές φορές – κατά βάση σε παλαιότερες, βιβλιογραφίες – η θέση απαντάται ως Άγιος Βασίλειος Αρκασάδων.
Η ονομασία της θέσεως προέρχεται από το ναό του Αγίου Βασιλείου, που στέφει την κορυφή του κεντρικού λόφου. Ο ναός κτίστηκε το 1296/7 μ.Χ., όπως μαρτυρεί η κτητορική του επιγραφή. Ο κεντρικός λόφος βλέπει σε όλη την πεδιάδα της Σπάρτης, ενώ έχει οπτική επαφή και με άλλες σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Λακωνίας, όπως το Παλαιοπύργι και το Μενελάιο. Πολύ κοντά του βρίσκονται και άλλες προϊστορικές θέσεις, όπως ο θολωτός τάφος του Βαφειού, το Αμύκλαιο, το Ανθοχώρι, ο Άγιος Γεώργιος και το Βουνό Παναγιάς.
Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα πολλοί ερευνητές έτειναν να πιστεύουν ότι στη Λακωνία δεν αναπτύχθηκε ποτέ ένα μυκηναϊκό ανακτορικό κέντρο, καθώς ουδέποτε βρέθηκαν πινακίδες Γραμμικής Β΄ γραφής. O καθ. Paul Cartledge (Πανεπιστήμιο του Cambridge) μάλιστα είχε γράψει χαρακτηριστικά «if there had been a Laconian Pylos, it ought to have been discovered» (1979, 50).
Ένα τυχαίο γεγονός έμελλε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας της σημαντικής αυτής αρχαιολογικής θέσεως. Το 2008 κατά τη διάρκεια διαμόρφωσης αγρού στο νοτιοδυτικό άκρο της λοφοσειράς του Αγίου Βασιλείου, σε απόσταση περίπου 300 μ. από το ναό, ήρθε στην επιφάνεια πυκνό αρχαιολογικό στρώμα, το οποίο περιείχε υστεροελλαδική κεραμική και μια αποσπασματικά σωζόμενη πινακίδα Γραμμικής Β γραφής. Επρόκειτο για την πρώτη πινακίδα που βρισκόταν ποτέ στη Λακωνία.
Με αφορμή αυτό το τόσο σημαντικό εύρημα, η αρχαιολογική υπηρεσία διενήργησε δοκιμαστικές τομές στο σημείο όπου ανακαλύφθηκε η πινακίδα, φέρνοντας στο φως ένα θαλαμοειδή τάφο των ΥΕ Ι-ΙΙ χρόνων. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε μια νέα εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα σε όλη τη λοφοσειρά, κατά την οποία εντοπίσθηκαν δύο επιπλέον τμήματα πινακίδων περιμετρικά του ναού. Αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη νέων δοκιμαστικών τομών το 2009 στην κορυφή του κεντρικού λόφου. Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά της εκκλησίας ανοίχθηκαν τρεις δοκιμαστικές τομές (Ι, ΙΙ και ΙΙΙ), Οι τρεις δοκιμαστικές τομές απέδωσαν βυζαντινή κεραμική, ενώ σε βαθύτερα στρώματα αποκαλύψαν σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των μυκηναϊκών χρόνων, καθώς και δύο επιπλέον θραύσματα πινακίδων.
Λόγω των σημαντικών ευρημάτων από τις ανασκαφικές έρευνες των ετών 2008 και 2009, ο λόφος του Αγίου Βασιλείου εντάχθηκε την περίοδο 2010-2014 σε ένα πενταετές πρόγραμμα συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και τη διεύθυνση της Επιτίμου Προϊσταμένης Αρχαιοτήτων Αδαμαντίας Βασιλογάμβρου. Το 2015-2021 ακολούθησε ένα δεύτερο πενταετές πρόγραμμα. Οι ανασκαφικές έρευνες εστίασαν ως επί το πλείστον στον κεντρικό λόφο του Αγίου Βασιλείου και συγκεκριμένα στον Τομέα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, καθώς και στο Βόρειο Νεκροταφείο. Οι ανασκαφές στον Τομέα ΙΙΙ, που αποτέλεσαν και το αντικείμενο του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος, ξεκίνησαν το 2011 και ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2021.